- μύωψ
- (I)ο (ΑΜ μύωψ)βλ. μύωπας.————————(II)μύωψ, ὁ (ΑΜ)είδος εντόμου από το οποίο ερεθίζονται τα άλογα και τα βόδια και τρέχουν, ο οίστρος, η αλογόμυγα, η βοϊδόμυγα («βοηλάτην μύωπα κινητήριον», Αισχύλ.)αρχ.1. πτερνιστήρας, κεντρί, σπιρούνι, με το οποίο ο ιππέας κεντά το άλογο για να τρέξει («προσθέντα τοὺς μύωπας βίᾳ τὸν ἵππον ἐπάγειν καὶ διαπερᾱν», Πολύβ.)2. βουκέντρα («βουσόος μύωψ», Κερκ.)3. ο μικρός δάκτυλος4. φυτό το οποίο φυτρώνει κοντά στον ποταμό Αχελώο5. μτφ. παρορμητικό μέσο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με παλαιότερη άποψη, ο τ. μύωψ < *μυίωψ (< μυῖα + -ωψ, -ωπος < *ὤψ, ὠπός «όψη, μάτι») «αυτός που έχει όψη μύγας, που μοιάζει με μύγα». Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με μῦ, μύζω, λαμβάνοντας τη σημ. «έντομο που βομβίζει». Έχει διατυπωθεί, τέλος, και η υπόθεση ότι η λ. δεν αποτελεί παρά παλαιότερη, μη μαρτυρημένη σημ. τού μύωψ (Ι), που χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να χαρακτηρίσει ένα είδος εντόμου που κλείνει τα μάτια, που δεν βλέπει καλά και μετά καθιερώθηκε ως ονομασία τού εντόμου αυτού (για το επίθημα -ωψ τού μύωψ, πρβλ. κών-ωψ)].
Dictionary of Greek. 2013.